αμακατζής -ού (ο, η)
Αυτός που αρέσκεται να ζει σε βάρος των άλλων ξεγελώντας τους.
“Μην σε ξεγελάσει αυτή η κυρία, είναι μεγάλη αμακατζού”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμακατζῆς: /ὁ/ (Ἰ. amaca) = ὁ ζῶν ἀδαπάνως καὶ παρασιτικῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης