Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμακαδόρος (ο)

αυτός που ζει με την αμάκα, παρασιτικά.
Λέμε: “Αυτόν να δανείσω; Όχι, είναι αμακαδόρος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμακαδόρος:  /ὁ/ (Ἰ. amaca) = ὁ ζῶν ἀδαπάνως καὶ παρασιτικῶς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.