αλογοσύρτης (ο)
- ο κλέφτης αλόγων που, κατά τις συνωμοτικές συνήθειες, μετέφερε τα κλεμμένα ζώα – δεμένα το ΄να πίσω από το άλλο – σε ξένες περιφέρειες, στα γειτονικά νησιά, ακόμα και στην Πελοπόννησο, όπου τα πουλούσε. Το έργο αυτό αποδίδεται όχι μόνο σε γύφτους, αλλά και σε ντόπιους, Λευκαδίτες.
- ο έμπορος αλόγων γηρασμένων, που τα πουλάει με κάποιο, μικρό πάντα,, κέρδος”.