αλλαξομουδιάζω
αλλάζω έκφραση σε δυσάρεστες καταστάσεις, σε κακές ειδήσεις.
φράση: “Μόλις το άκουσε, αλλαξομούδιασε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το αλλαξομουσουδιάζω (βλ.λ.) με απλολογία
(Π.Γ. Κριμπάς)
βλ. και ἀλλαξομουσουδιάζω