Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλέστος -η -ο

ο ευκίνητος, ο γλήγορος, ο σβέλτος: “καλός άνθρωπος κι αλέστος στη δουλειά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλέστος -η, -ο (Ἰ. allestare) = εὐκίνητος, ἐλαφρός, ἕτοιμος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
όχι από το ιταλ. allestare (< lesto), αλλά από το ίδιο το ιταλ. lesto ‘ευκίνητος, ελαφρός, σβέλτος, έτοιμος (για δουλειά)’, με προθεματικό /a/ όπως στα απαρατάω < παρατάω, απαλάμη < παλάμη κ.ά.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.