αλέστος -η -ο
ο ευκίνητος, ο γλήγορος, ο σβέλτος: “καλός άνθρωπος κι αλέστος στη δουλειά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλέστος -η, -ο (Ἰ. allestare) = εὐκίνητος, ἐλαφρός, ἕτοιμος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
όχι από το ιταλ. allestare (< lesto), αλλά από το ίδιο το ιταλ. lesto ‘ευκίνητος, ελαφρός, σβέλτος, έτοιμος (για δουλειά)’, με προθεματικό /a/ όπως στα απαρατάω < παρατάω, απαλάμη < παλάμη κ.ά.
(Π.Γ. Κριμπάς)