αλέστα (επίρρ.)
- με γληγοράδα, σβελτοσύνη, σβέλτα – “Κάνει τις δουλειές του αλέστα, αβάρετος άνθρωπος!”
- με επαγρύπνηση, να είστε έτοιμοι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλέστα: /ἐπίρ./ (Ἰ. allestare) = μὲ εὐκινησίαν, ἐγκαίρως, μὲ εὔστοχον σπουδήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από το επίθετο αλέστος (βλ.λ.) με επιρρηματική κατάληξη /a/, πβ. καλός > καλά, σβέλτος > σβέλτα
(Π.Γ. Κριμπάς)