Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλέστα (επίρρ.)

  1. με γληγοράδα, σβελτοσύνη, σβέλτα – “Κάνει τις δουλειές του αλέστα, αβάρετος άνθρωπος!”
  2. με επαγρύπνηση, να είστε έτοιμοι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλέστα:  /ἐπίρ./ (Ἰ. allestare) = μὲ εὐκινησίαν, ἐγκαίρως, μὲ εὔστοχον σπουδήν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
από το επίθετο αλέστος (βλ.λ.) με επιρρηματική κατάληξη /a/, πβ. καλός > καλά, σβέλτος > σβέλτα

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.