αλεχτώρι (το)
- το φ. αλεκτορία, κοινώς λειχήνα. Φύεται σε κορμούς δέντρων και έχει κυλινδρικό και πολύκλαδο βλαστάρι. Δημ. τραγ. “Τρία κλαριά βασιλικός και δύο απ΄ αλεχτόρι / χαρά σε τούτα τα προικιά που ΄ναι από τέτοια κόρη”.
- Τοπωνύμιο στη Ν. Λευκάδα: ΒΑΛ. Φωτεινός Β΄΄ : “Εμπρός, εμπρός στα Σύβοτα. Εκείθε στ΄ Αλεχτώρι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από την επιστημονική ονομασία αλεκτορία, η οποία προέρχεται από τη λατινική ονομασία Alectoria sarmentosa (λειχήνα της οικογένειας Parmeliaceae)
(Π.Γ. Κριμπάς)