άλμπα (η)
το γλυκοχάραμα, το λυκαυγές, η ώρα που γίνεται το καλάρισμα της τράτας.
φράση: “Θα καλάρουμε με την άλμπα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄλμπα: /ἡ/ (Ἰ. alba) = τὸ λυκαυγές, τὸ χάραμμα, τὸ ὀρθινὸν καλάρισμα τῆς τράτας. «ἐσαλπάρανε θαμπὰ γιὰ τὴν ἄλμπα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης