Αλατρίτης -ισσα
ο κάτοικος του χωριού Άλατρο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλατρίτ(η)ς -σα: ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Ἄλατρον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
το όνομα του χωριού Άλατρο είναι παλιός δημώδης τύπος του άροτρον, βλ.λ. αλατρεύω
(Π.Γ. Κριμπάς)