αλατολόγος (ο)
ξύλινο κουτί με κάλυμμα,, όπου, οι παλιοί φύλαγαν το αλάτι.
Ο αλατολόγος τοποθετούνταν πάντα στην κουζίνα.
Η χρήση του αλατιού δεν περιοριζόταν στο φαγητό μόνο: έκαναν μ΄ αυτό και θεραπευτικά σκευάσματα: “Τρίψε το άλας και ανακάτωσε το με μέλι και με το λάδι και ξίδι … και γίνεται ένα βασιλικόν ιατρικόν δια τον κόρακα (=ασθ. του λαιμού) και αλείφοντας απ΄ έξω μεγάλως ωφεληθήσεται” Γιατροσόφι (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σ. 135).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁλατολόγος: /ὁ/ (ἅλας-λέγω) = ξύλινον κυτίον ὅπου φυλάσσεται τὸ ἅλας παρὰ τὴν ἑστίαν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αν(λ)ατολόγος. Είναι βέβαια το γνωστό ξύλινο δοχείο για το αλάτι, που στην Καρυά προφερόταν ανατολόγος, με τροπή του -λ- σε -ν- από επίδραση της λέξης (που είναι παρατσούκλι) ανάλατος (χωρίς αλάτι).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης