αλαργεύω
- απομακρύνω κάτι από κάπου: “αλάργεψε τα γίδια σου, γιατί θα μου φάνε τις κεντρωμάδες (κεντρωμένες αγριλίδες).
- μτφ. μεταξύ συγγενών: “αλαργέψαμε (ή ξαλαργέψαμε) και δεν γνωριζόμαστε μάειδε“. – “περάσανε τα χρόνια κι αλαργέψαμε, άλλος εδώ, άλλος εκεί …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το αλάργα (βλ.λ.) + ρηματικό επίθημα -εύω
(Π.Γ. Κριμπάς)