Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλαργεύω

  1. απομακρύνω κάτι από κάπου: “αλάργεψε τα γίδια σου, γιατί θα μου φάνε τις κεντρωμάδες (κεντρωμένες αγριλίδες).
  2. μτφ. μεταξύ συγγενών: “αλαργέψαμε (ή ξαλαργέψαμε) και δεν γνωριζόμαστε μάειδε“. – “περάσανε τα χρόνια κι αλαργέψαμε, άλλος εδώ, άλλος εκεί …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογική σημείωση:
από το αλάργα (βλ.λ.) + ρηματικό επίθημα -εύω

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.