αλαλιάζω -ομαι
κάνω κάποιον αμήχανο, τον κουτιαίνω, τον ζαλίζω απ΄ τις φωνές και τις τρέλες.
“Μ΄αλάλιασες με τις φωνές σου και δεν ξέρω τι κάνω”.
αμετ.: “αλάλιασα, χριστιανέ μου, από τα βάσανα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλαλιάζω: (ἀ-λαλιά) = καθιστῶ ἄλαλον, ζαλίζω, ἀποβλακώνω. «μ’ ἀλαλιάσανε σ’τς φωνές», «τὸν ἀλάλιασε στὸ ξῦλο».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης