Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλαλιάζω -ομαι

κάνω κάποιον αμήχανο, τον κουτιαίνω, τον ζαλίζω απ΄ τις φωνές και τις τρέλες.
“Μ΄αλάλιασες με τις φωνές σου και δεν ξέρω τι κάνω”.
αμετ.: “αλάλιασα, χριστιανέ μου, από τα βάσανα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλαλιάζω:  (ἀ-λαλιά) = καθιστῶ ἄλαλον, ζαλίζω, ἀποβλακώνω. «μ’ ἀλαλιάσανε σ’τς φωνές», «τὸν ἀλάλιασε στὸ ξῦλο».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.