ακ(ου)μπίστρα (η)
επιστήριγμα, ακουμπιστήρι, ράβδος, η θέση οπουδήποτε μέσα ή έξω από το σπίτι, για προσωρινή ανακούφιση κουρασμένου ή ανάπηρου: “Ηύρα μια καλή ακ΄μπίστρα και ξανάσανα …” – “Αυτή η ελιά είναι μια καλή ακουμπίστρα…”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκ(ου)μπίστρα: /ἡ/ (Λ. accumbo) = πρᾶγμα ἤ τόπος κατάλληλος πρὸς πρόσκαιρον στήριξιν ἤ παραμονήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
όχι απευθείας από το λατ. accumbo, αλλά από το ακ’μπάω (< ακουμπάω < λατ. accumbo) + το παραγωγικό επίθημα -ίστρα. Το σύμπλεγμα /kb/ οφείλεται στη συνήθη λευκαδίτικη συγκοπή του άτονου /u/ ανάμεσα σε σύμφωνα
(Π.Γ. Κριμπάς)