ακόρντο (το)
- μουσική αρμονία, συνήχηση, συγχορδία.
- συμφωνία, σύμβαση, συνεννόηση: ντ΄ ακόρντο = σύμφωνοι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από ιταλ. accordo ή βεν. acordo ‘συμφωνία’
(Π.Γ. Κριμπάς)