ακόνι
λίθος σκληρός και λείος (ναξία λίθος) που χρησιμεύει για το τρούχισμα μαχαιριών, παλιών ξυραφιών, σπαθιών και ψαλιδιών. Απαραίτητο στους παλιούς χασάπηδες και κουρείς: “ἡ ἀκόνη οὐ τέμνει, τά δέ ξίφι ὀξέα ποιεῖ “.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἀκόνι (τό): λίθος σκληρός γιά τό τρόχισμα μαχαιριῶν, (ΑΡΧ. ἀκόνη).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου