Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ακόνα (η)

μεγάλη πέτρα από ψαμμόλιθο. Τα πετρώματα που έχουν πολλούς ψαμμόλιθους.
Και τοπωνύμιο: Ακόνη /-ες.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


ἀκόνα (ἡ): μεγάλη πέτρα ἀπό ψαμμόλιθο.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Ετυμολογική σημείωση:
ενδιαφέρουσα επιβίωση της αρχ. λ. ακόνη, όπου το τελικό /a/ οφείλεται σε μετάπλαση και υποχωρητικό σχηματισμό: ακόνη > αιτ.πληθ. ακόνες > ον.πληθ. ακόνες > ον.εν. ακόνα (πβ. βελόνη > βελόνα)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.