ακόνα (η)
μεγάλη πέτρα από ψαμμόλιθο. Τα πετρώματα που έχουν πολλούς ψαμμόλιθους.
Και τοπωνύμιο: Ακόνη /-ες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἀκόνα (ἡ): μεγάλη πέτρα ἀπό ψαμμόλιθο.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ετυμολογική σημείωση:
ενδιαφέρουσα επιβίωση της αρχ. λ. ακόνη, όπου το τελικό /a/ οφείλεται σε μετάπλαση και υποχωρητικό σχηματισμό: ακόνη > αιτ.πληθ. ακόνες > ον.πληθ. ακόνες > ον.εν. ακόνα (πβ. βελόνη > βελόνα)
(Π.Γ. Κριμπάς)