Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ακαγιά (η)

μισοκαμένο ξύλο.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στα καρβουνοκάμινα, όπου μένουν μισόκαυστα ξύλα: “Καλά πήγε το καμίνι, μου έμεινε όμως κάτι ακαγιές και λίγα άκαα…”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀκαγιὰ:  /ἡ/ (ἀ-καίω) = ἡμίκαυστον ξύλον ἤ προϊὸν ἀνθρακοκαμίνου, πρᾶγμα μαυρισμένον ὅπως τὸ ἡμίκαυστον ξῦλον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.