αητονύχι (το)
επιτραπέζιο σταφύλι ασπρόρογο, τραγανό, λεπτόφλουδο με επίμήκη ρόγα.
Άγγ. Σικελ. Αλαφρ. ΙΙΙ 400: “Και τι θα πούνε οι ξάστεροι, / περήφανοι μου στίχοι / στο ραζακί, το τραγανό / και στο σγουρό αϊτονύχι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀητονύχι: /τὸ/ (ἀετὸς-ὄνυξ) = ποικιλία λευκῆς φαγωσίμου σταφυλῆς μὲ ράγα ἐπιμήκη ὀξυνομένην κατὰ τὴν κορφήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης