αϊτάρισμα
πράξη αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, ήταν συχνά δανεικό. Ποτέ όμως με αμοιβή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Αϊτάρισμα: η αλληλοβοήθεια χωρίς οικονομικό αντίκρισμα, κυρίως στις δύσκολες αγροτικές εργασίεςΓλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
Ετυμολογική σημείωση:
βλ. αιτάρω
(Π.Γ. Κριμπάς)