αμπουριάζω
κάνω την ατμόσφαιρα σκοτεινή με καπνούς ή σκόνες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπουριάζω: (Ἰ. abbuiare) = θολώνω τὴν ἀτμοσφαῖραν διὰ καπνοῦ ἢ κόνεως, καθιστῶ τὴν ἀτμοσφαῖραν σκοτεινήν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αναδίνω ατμούς είτε από ξυλόσομπες ή πετρελαίου με αμπούρια. Άμπρος είναι ο ατμός, αναθυμίαση, αχνός.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης