αμπ(ου)λάρω
αμπουλάρω
1) κοχλάζω, αναπηδάω μέσα στο βρασμένο νερό π.χ. τα ψάρια, τα όσπρια κτλ.
2) μτφ. λέγεται για τα ψάρια που πηδάνε στην επιφάνεια της θάλασσας, τα αφρόψαρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπ(ου)λάρω: (ἐμβολή, ἀνὰ-βλώσκω – Ἰ. bollire) = ἀναβράζω, ἀνακοχλάζω, ἀναπηδῶ ἐντὸς τοῦ ὕδατος. (λέγεται διὰ τοὺς ἰχθῦς ὅταν ἀναπηδοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ πελάγους).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης