αμπώνω
- σπρώχνω, απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι δε βάρος άλλου: “αμπώνω τις μέρες μας” – “Αμπώνομαι τις μέρες”, απαισιόδοξος λόγω ηλικιωμένων.
- “Του την άμπωσα τη βάρκα”, δηλ. τον κατέδωσα, του ΄καμα κακό, τον εκδικήθηκα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπώνω: (ἀπὸ-ὠθέω -ῶ, ἄπωσις) = ἀπωθῶ, ἀπομακρύνω, ἀπαλλάσσομαι ἁνεπιθυμήτου πράγματος μεταβιβάζων τοῦτο εἰς ἄλλον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αλλιώς αμπώθω, αμπώχνω αμπωχτά. Από το αρχαίο απωθώ (από-ωθώ), σπρώχνω. Λέμε συνήθως: μου ΄δωκε μια αμπωξά, δηλ. σπρωξ(ι)ά.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀμπώνω = ἀποθῶ κάποιον βίαια πρός τά ὀπίσω.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Αμπώνω: (από ωθέω-απώσω, αμπώσω-απέωσα) = απωθώ = σπρώχνω.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα