αμπονάτος (ο)
συνδρομητής του θεάτρου, ο προπληρώνων το εισιτήριο του (βλ. Το Νεοελληνικό θέατρο στη Λευκάδα, σελ. 19, όπου και πίνακας αμπονάτων του 1862).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπονᾶτος -η -ο: (Γ. abonner, Ἰ. abonnare) = συνδρομητής, συχνάζων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης