Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμποδεμένος -η

εκείνος που έχει υποστεί μάγια, αμπόδεμα (και οι τρόποι είναι πολλοί) και δεν μπορεί να ασκήσει τα συζυγικά του καθήκοντα.
Τα μάγια κατά το μυστήριο του στεφανώματος: Κόμπιαζαν κλωστή 3 φορές κι έλεγαν “κομπιάζω δένω / και το γαμπρό μποδένω”. Η λύτρωση επέρχεται με άλλη μαγγανεία, το “λύσιμο” : Έγραφαν σ΄ ένα χαρτί: “Λύνει τα δεσμά και δροσίζει την φλόγα” – “και τότε ας πέσει με τη γυναίκα του και λύ(γ)ει γη μαγία”, δηλ, λύονται τα μάγια (Η λαϊκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ 21).
Αμποδεμένος λοιπόν = ο δεμένος με μάγια, και αμπόδεμα = η πράξη του αμποδέματος.
Λύσιμο = η απαλλαγή από τη μαγεία του αμποδέματος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμποδεμένος -η -ο:  (ἐν-πεδάω) = ἐμποδισμένος, ἀπηγορευμένος, δεσμευμένος, ἀνὴρ ἀνίκανος πρὸς συνουσίαν λόγῳ μαγγανειῶν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.