αμποδεμένος -η
εκείνος που έχει υποστεί μάγια, αμπόδεμα (και οι τρόποι είναι πολλοί) και δεν μπορεί να ασκήσει τα συζυγικά του καθήκοντα.
Τα μάγια κατά το μυστήριο του στεφανώματος: Κόμπιαζαν κλωστή 3 φορές κι έλεγαν “κομπιάζω δένω / και το γαμπρό μποδένω”. Η λύτρωση επέρχεται με άλλη μαγγανεία, το “λύσιμο” : Έγραφαν σ΄ ένα χαρτί: “Λύνει τα δεσμά και δροσίζει την φλόγα” – “και τότε ας πέσει με τη γυναίκα του και λύ(γ)ει γη μαγία”, δηλ, λύονται τα μάγια (Η λαϊκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ 21).
Αμποδεμένος λοιπόν = ο δεμένος με μάγια, και αμπόδεμα = η πράξη του αμποδέματος.
Λύσιμο = η απαλλαγή από τη μαγεία του αμποδέματος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμποδεμένος -η -ο: (ἐν-πεδάω) = ἐμποδισμένος, ἀπηγορευμένος, δεσμευμένος, ἀνὴρ ἀνίκανος πρὸς συνουσίαν λόγῳ μαγγανειῶν.