Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμπελοκλάδι (το)

  1. αμπελόβεργα.
  2. μτφρ. ασθένεια του λαιμού, πολύποδας. Κατάρα: “Εσύ, βγάλε τ΄ αμπελοκλάδι κι άσε μας” – “Μπα π΄ να βγάλεις τ΄ αμπελοκλάδι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμπελοκλάδ(ι):  /τὸ/ (ἄμπελος-κλάδος) = κεκομμένος ἄφυλος κλάδος ἀμπέλου: «βγάλ’ τ’ ἀμπελοκλάδ» = σκασμός, γίνε ἄφωνος ὅπως τὸ ἀμπελοκλάδι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀμπελοκλάδι = κομένη κληματόβεργα, ἀμπελοκλάδια (οἱ κομένες κληματόβεργες μετά τό κλάδεμα).

 Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.