Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για βούρτσα

βούρτσα (η)

ο ψηλότερος ξύλινος κάδος μέσα στον οποίον χτυπάνε το γάλα για να βγάλουν το βούτυρο. Το χτύπημα γίνεται με βουρτσόξυλο, που στο κάτω μέρος έχει προσαρμοσμένο ένα δίσκο με πολλές τρύπες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βοῦρτσα /ἡ/ (Ἰ. vortice Τ. βούρ;) = ὑψηλὸς στενὸς ξύλινος καδίσκος . . . Περισσότερα

γκερεμέζ(ι)

το κοπανόγαλο, το γάλα που μένει στην βούρτσα, μετά την αφαίρεση του βουτύρου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γκερεμέζ(ι) /τὸ/ (γάρος, Ἰ. garo-mezzo) = τὸ γάλα ποὺ ἀπομένει μετὰ τὴν ἀποβουτύρωσιν εἰς τὴν βοῦρτσα, τὸ κοπανόγαλο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γκερεμέζι = ξυλόγαλο (τό ἀπόγαλο πού . . . Περισσότερα

κοπανόγαλο (το)

το αποβουτυρωμένο γάλα που χτυπήθηκε με τη βούρτσα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κοπανόγαλο /τὸ/ = τὸ γάλα ποὺ ἔχει ἀποβουτυρωθῇ διὰ κοπανισμοῦ (β. λ. βοῦρτσα). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σκούβλο (το)

βούρτσα σκληρή ή μαλακή ανάλογα με τη χρήση της. Συνήθως σκούβλα λέμε τις βούρτσες ασβεστώματος, σφουγγαρίσματος κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σκοῦβλο /τὸ/ (σκύβαλον; Ἰ. scopa -alo;) = ψήκτρα, βοῦρτσα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σκοῦβλο = βούρτσα γιά τά ροῦχα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας . . . Περισσότερα