χάβαρο (το)

το κοινώς λεγόμενο αχιβάδι, εδώδιμο οστρακοειδές δίθυρο μικρού μεγέθους. Τρώγεται μαγειρευτό ή ψητό κατά την περίοδο της Σαρακοστής προ του Πάσχα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χάβαρο /τὸ/ (Τ. χαφὲ = ἄκρα, ὄχθη) = ποικιλία τοῦ διθύρου «κάρδιον» ἢ «ἀφροδίτη», ἀχηβάδιον τοῦ ἰχθυοτροφείου κατωτέρας ποιότητος. Τα Λευκαδίτικα … Συνεχίστε να διαβάζετε το χάβαρο (το).