τζίλιος (ο)

μικρό ψαράκι πολύχρωμο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζίλιος /ὁ/ = ἴουλος, ἰουλίς, γ(ου)λάδι, ψαράκι πολύχρωμον τῶν ἑλλην. ἀκτῶν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης