κλάμπανος (ο)

ξύλινο σύνεργο που χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να τρέπουν τα κοπάδια των ψαριών, όπου έχουν στήσει τα δίχτυα τους. Ο κλάμπανος είχε δύο αλληλοσυγκρουόμενες σανίδες που έκαναν τρομερό κρότο, και κτυπώντας, μ΄ αυτά τη θάλασσα εφόβιζαν τα ψάρια και τα έστρεφαν αλλού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης … Συνεχίστε να διαβάζετε το κλάμπανος (ο).