καλάδα (η)

το ρίξιμο της τράτας στη θάλασσα για ψάρεμα και το τράβηγμα της τράτας έξω μετά το ψάρεμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καλάδα /ἡ/ (Ἰ. calare-ata) = περιοχὴ τῆς θαλάσσης κατάλληλος πρὸς ἁλιείαν διὰ τράτας, ἡ καθέλκυσις καὶ ἀνέλκυσις τῆς τράτας εὶς τὸ πέλαγος πρὸς ἁλιείαν. Tα … Συνεχίστε να διαβάζετε το καλάδα (η).