αρμαδούρα (η)

ναυτ. όρος της τράτας = εξοπλισμός, σκαρμαφωλιά. “Το νήμα που ενώνει το καλαμέντο (=με το σκοινί της τράτας που έχει μολύβια) με το κιάρο (= το πρώτο αραιό δίχτυ της τράτας) στην τράτα (Λάζαρης). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀρμαδούρα: /ἡ/ (Ἰ. armatura) = ἐξόπλισις, θύρωμα, σκαλμοδόχη, … Συνεχίστε να διαβάζετε το αρμαδούρα (η).