ανεψαριά (η)

αψαριά, όταν δεν ψαρεύονται αρκετά ψάρια, δεν πιάνουν τα δίχτυα ψάρια Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀνεψαριὰ /ἡ/ (ἀ-ὀψάριον) = ἁλιευτικὴ ἀφορία, σπάνις ἁλιευμάτων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης