ζούζ(ου)λο (το)
ζούζουλο, ζούζλο
ξωτικό, φάντασμα, άβουλο ον.
Στον άνθρωπο – αφελής, ανόητος.
Φράση: “Μα τέτοιο ζούζ΄λο είσαι;” με απάντηση: “Εσύ είσαι ζούζ΄λο και παράζουζ΄λο”.βλέπε και λέξη ζούδιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζούζ(ου)λο /τὸ/ (ζαλόεις, Σ. ζούζελy) = εἰδεχθής, δύσμορφος, ἀποκρουστικός, σκιάχτρο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζούζουλο § συνών. τοῦ ζούδιο (ὅπερ ἰδέ).
Σημ. ἡ λέξις ΚΝ. Φαίνεται συγγενὴς τῇ τοῦ Ἡσυχίου Ζοῦον (ἰδ. Ζούδιο) ὁ δὲ Βλάχος γράφει «Ζουγλὸς = χωλός, κολοβός»· οἱ δὲ Μήλιοι Ζουλὸν λέγουσι τὴν Αἶγα (Ἐφ. Φιλομαθ. σ. 2524).