Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζ(ου)πακιάζω

Ζ(ου)πακιάζω (β.λ. ζουπάω) = προξενῶ ἐμβύθισμα ἢ ἐμπίεσμα εἰς τὴν ἐπιφάνειαν εὐκάμπτου πράγματος (δοχείου κ.τ.τ.).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.