Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζούδιο (το)

  1. Ανόητος, άσκημος, χαμένος, ηλίθιος: “Μωρέ ζούδιο, κάτσε φρόνιμα” – “Χαρά στο ζούδιο!!!” – “Είσαι ντιπ ζούδιο”.
  2. Φόβητρο, φάντασμα. Ζούζ(ου)λό = ξωτικό, φάντασμα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζούδιο /τὸ/ (ζῴδιον) = ζῳώδης, ἀνόητος, ἠλίθιος, δύσμορφος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ζούδιο = κακόμορφος καί ἰσχνός ἄνθρωπος, ἀλλά καί κάθε μικρό ἄγριο ζῶο.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ζούδιο § δυσειδής, αὐήθης, ἀμαθής. Μ. φόβητρον, φάντασμα.

Σημ. Πιθανῶς ἐκ τοῦ παρ’ Ἡσυχίῳ «Ζούϊον ἢ Ζοῦον = θηρίον» (ἐν λ. Ζούϊον) ἢ ἐκ τοῦ ζῴδιον (Σύλλ. 40). Ὁ Βλάχος γρ. «Ζουδάκι = ζῴδιον, θηρίδιον»· οἱ δὲ Κύπριοι Ζῴδιο λέγουσι τὸ φάσμα (Ἐφ. Φιλομ. σ. 1254).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Ζούδιο, το: (ζώδιον) = ζώον, ανόητον.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.