ζώρη
Ζώρη /ἡ/ (ζορέω, ζωρὸς) = βία, δύναμις, ἰσχύς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζώρη = δύναμη, τήν πῆρε μέ τό ζώρη (τήν πῆρε μέ τό ἔτσι θέλω).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ζώρη, § ἰσχὺς σωματική. Π. τὸν ἔσφιγξα μ᾿ ὅλη τἠ ζώρη μου. § ἀκμή. Π. εἶνε μεσ᾿ ςτὴ ζώρη του = εἶνε εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας, δυνάμεως, δόξης, κτλ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου