ζωχάδα -ες
οι αιμορροΐδες.
Οι λαϊκογιατροί είχαν το φάρμακο. “Εαν θέλεις να χαλάσεις τες ζαχάδες, κάπνισε τειάφι και μόδον (=τρόπον) επιτήδειον, δια να ανοίγει το άντερο. Έπειτα πάσσησέ τες (=πασπάλισέ τες) ψιμύθι [σημείωση δική μας: ψιμύθι = ανθρακικός μόλυβδος, λευκή βαριά σκόνη] και χάνονται … κάμε το 5-6 φορές και πλέον δεν γίνονται”. (Λαϊκή Ιατρική της Λευκάδας, σελ 143).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζωχάδα /ἡ/ = ἐσωχάς, αἱμορροΐς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης