Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζεύλα ή ζεύγλα (η)

εξαρτήματα του αλετριού των βοδιών.
Οι ζεύλες είναι δύο. Κάθε ζεύλα αποτελείται από δυο κυρτά ξύλα, μπηγμένα στο ζυγό του αλετριού και που οι άκρες τους σμίγουν και κάνουν είδος θηλιάς. Η ζεύλα, δηλ. είναι σύνεργο που μοιάζει με τη λαιμαργιά. Μέσ΄ απ΄ αυτές τις ζεύγλες περνούσαν τα κεφάλια των βοδιών.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός Α΄: “… κι ήθελ΄ απ΄ αγριλίδα / να ΄ναι χυτές οι ζεύλες του”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζεῦλα /ἡ/ (ζεύγλη) = ἑκάτερον τῶν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοῦ ἀρότρου προσηρμοσμένων καὶ συγκλινῶς καμπυλουμένων ξύλων τὰ ὁποῖα περιβάλλουν τὸν τράχηλον τοῦ βοός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.