ζεύλα ή ζεύγλα (η)
εξαρτήματα του αλετριού των βοδιών.
Οι ζεύλες είναι δύο. Κάθε ζεύλα αποτελείται από δυο κυρτά ξύλα, μπηγμένα στο ζυγό του αλετριού και που οι άκρες τους σμίγουν και κάνουν είδος θηλιάς. Η ζεύλα, δηλ. είναι σύνεργο που μοιάζει με τη λαιμαργιά. Μέσ΄ απ΄ αυτές τις ζεύγλες περνούσαν τα κεφάλια των βοδιών.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός Α΄: “… κι ήθελ΄ απ΄ αγριλίδα / να ΄ναι χυτές οι ζεύλες του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζεῦλα /ἡ/ (ζεύγλη) = ἑκάτερον τῶν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοῦ ἀρότρου προσηρμοσμένων καὶ συγκλινῶς καμπυλουμένων ξύλων τὰ ὁποῖα περιβάλλουν τὸν τράχηλον τοῦ βοός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης