ζέχνω
είμαι βρώμικος, αναδίνω βαριά δυσάρεστη οσμή., βρωμάω. – “Άλλαξα το παιδί, γιατί ζέχνει” – “Ζέχνεις από σκόρδο, έφαγες σκορδαλιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζέχνω (ὄζω -αίνω) = ὄζω δυσαρέστως, βρωμάω δυνατά.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζέχνει = βρωμάει ἀπαίσια, ζέχνει ὁ τόπος (βρωμάει ὁ τόπος).
Ζέχνω § οὐδ. Ἀποφέρω βαρεῖαν δυσωδίαν. Π. φύγε καὶ ζέχνεις ἀπὸ σκόρδα.
Σημ. Ἄπορον ἡμῖν πόθεν ἡ λέξις παράγεται· μὴ ἆρά γε ἐκ τοῦ ἐπιτακτικοῦ ζα καὶ πνέω, ἵνα ᾖ Ζαπνέω (= σφοδρὰν ἀποπνέω ὀσμὴν) καὶ ἐκ τούτου Ζάπνω, κατὰ τὰ φέρω, λέγω, ἐκ τοῦ φορέω, λογέω; Ἐκ δὲ τοῦ Ζάπνω τὸ ζέπνω (Σύλλ. 1) καὶ ἐκ τούτου τὸ ζέφνω = ζέχνω; (Σύλλ. 15. 45). Ὁ Αἰνιὰν παράγει αὐτὸ ἐκ τοῦ ὄζω (Ἀθην. σ. 15).
βλ. κατελώνω βρωμάω και βρωμεύω