ζμπίλι (το)
πλεκτόν με ψαθί ή βέργες, καλάθι για μεταφορά χώματος, κοπριάς κ.α.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζμπίλι /τὸ/ (Ἀ.Τ. ζενπὶλ) = σπυρίς, ζεμπίλι, ψαθόπλεκτον μέσον μεταφορᾶς ὑλικῶν (χώματος, κόπρου κ.τ.τ.).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης