ζάρκος
Ζάρκος, § τὸ περίφραγμα, ἐν ᾧ τὸ ἑσπέρας μένουσιν αἱ αἶγες· τοῦτο καὶ τσάρκος καλεῖται.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἕρκος τροπῇ δωρικῇ τοῦ ε εἰς α καὶ προσθέσει τοῦ ζ δίκην συριστικοῦ πνευματισμοῦ. (Οἰκονομ. περὶ προφ. Ἑλλ. γλώσ. σ. 94).
βλ. και τζάρκος (ο)