Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζάρκος

Ζάρκος, § τὸ περίφραγμα, ἐν ᾧ τὸ ἑσπέρας μένουσιν αἱ αἶγες· τοῦτο καὶ τσάρκος καλεῖται.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἕρκος τροπῇ δωρικῇ τοῦ ε εἰς α καὶ προσθέσει τοῦ ζ δίκην συριστικοῦ πνευματισμοῦ. (Οἰκονομ. περὶ προφ. Ἑλλ. γλώσ. σ. 94).

βλ. και  τζάρκος (ο)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.