Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζαραφέτ(ι)

Ζαραφέτ(ι) (Τ. δζὰρ-ρεφὲτ) = εὐμενής, ἐπιεικής, ἤπιος. «μὲ τὸ ζαραφέτι»: μὲ τὸ μαλακό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.