Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζάλη (η)

ταραχή, φασαρία, εκνευρισμός.
Κατάρα που απευθύνεται στα ζωηρά παιδιά που μας ζαλίζουν: “Μας εζάλισες, παλιόπαιδο, που να σε πιάσει ζάλη και το κακό κ΄μάνικο“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζάλη /ἡ/ = ταραχή, ἐκνευρισμός, μανία. «ζάλ’ καὶ κμάνκο νὰ σὲ πιάσ’».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.