Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζαγάρι (το)

Το κυνηγόσκυλο, μ.τ.φ. το παλιόπαιδο, το τζογλάνι, ο τιποτένιος άνθρωπος.
Δημ. Τράγ. : “Παίρνω τα ζαγαράκια μου να πάω να κυνηγήσω / λαγούς κι ελάφια για να βρω και πίσω να γυρίσω ./ Κι εκεί που εκυνηγάα στα δάση και στα όρη / βγάζουν τα ζαγαράκια μου μια πλουμισμένη κόρη”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ζαγάρι § ζῷον ἄγριον. Μ. ἀνόητος, ἀκατάστατος. Π. Ὁ Πέτρος εἶν᾿ ἕνα ζαγάρι.

Σημ. Ἐκ τοῦ ζῷον ἄγριον. Τὸ α ἀντὶ ω κατὰ τὰ Δωρ. πρᾶτος, βάμες ἀντὶ πρῶτος, βῶμεν καὶ μεταθέσει τοῦ γ ζωάγρι(ον). Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.