ζαγάρι (το)
Το κυνηγόσκυλο, μ.τ.φ. το παλιόπαιδο, το τζογλάνι, ο τιποτένιος άνθρωπος.
Δημ. Τράγ. : “Παίρνω τα ζαγαράκια μου να πάω να κυνηγήσω / λαγούς κι ελάφια για να βρω και πίσω να γυρίσω ./ Κι εκεί που εκυνηγάα στα δάση και στα όρη / βγάζουν τα ζαγαράκια μου μια πλουμισμένη κόρη”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζαγάρι § ζῷον ἄγριον. Μ. ἀνόητος, ἀκατάστατος. Π. Ὁ Πέτρος εἶν᾿ ἕνα ζαγάρι.
Σημ. Ἐκ τοῦ ζῷον ἄγριον. Τὸ α ἀντὶ ω κατὰ τὰ Δωρ. πρᾶτος, βάμες ἀντὶ πρῶτος, βῶμεν καὶ μεταθέσει τοῦ γ ζωάγρι(ον). Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου