ύψωμο (το)
γύψωμο (βλ. λέξη)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὕψωμο /τὸ/ (ὑψόω -ῶ, ἅγιος-ψωμὸς;) = σφραγιστὸς ἄρτος προσκομιζόμενος εἰς τὴν ἐκκλησίαν πρὸς εὐλόγησιν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης