ξυπόλυτος
Ξ(υ)πόλ(υ)τος (ἐξυπόδητος) = ἀνυπόδητος, χωρὶς ὑποδήματα ἢ ἐμβάδας.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο Κριαράς γράφει: ξυπόλυτος, επίθετο μεσαιωνικό εξυπόλυτος (εξ-υπο-λύω) και γραφή ξυπόλητος (με -η-). το ίδιο και ο Σταματάκος, Δημητράκος. Ο δικός μας Λάζαρης εξυπόδητος ο δε Κοντομίχης (σωστά) ως μη λευκαδίτικο το παραλείπει.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης