ξυλοπαίρνω
παίρνω τα λογικά κάποιου, τον αρρωσταίνω. Υπάρχει η λαϊκή πρόληψη πως όταν κανείς διαβεί από σταυροδρόμι νύχτα “τον ξυλοπαίρνουν τα ξωτικά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξ(υ)λοπαίρνω (ξῦλον-ἐπαίρω) = διώκω τινὰ διὰ ξύλου ἢ βιαιοπραγιῶν. (ἔξαλλος-ἐπαίρω) = καθιστῶ τινὰ ἔξαλλον, κλονίζω τὸ λογικόν. (ἐνέργεια προερχομένη κατἀ λαϊκὴν δεισιδαιμονίαν ἀπὸ δαιμονικὰς δυνάμεις).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης