ξυγκιά (η)
το εσωτερικό των ζώων ξύγκι που καλύπτει τα σπλάχνα. Το αρχ. επίπλουν, κοινώς μαντήλι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
’Ξυγγιὰ § τὸ ἐπίπλοον.
Σημ. Εἰς πολλὰς λέξεις οἱ Λευκάδιοι ἀφαιροῦσι τὸ ἀρχικὸν ο (Σύλλ. 40). Οὕτω καὶ ἐνταῦθα τὸ παρὰ Διοσκορίδῃ ὀξύγγιον ἔκαμαν ’ξύγγι(ον), ἐξ οὗ τὸ ’ξυγγιά.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου