Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξυγκιά (η)

το εσωτερικό των ζώων ξύγκι που καλύπτει τα σπλάχνα. Το αρχ. επίπλουν, κοινώς μαντήλι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ξυγγιὰ § τὸ ἐπίπλοον.

Σημ. Εἰς πολλὰς λέξεις οἱ Λευκάδιοι ἀφαιροῦσι τὸ ἀρχικὸν ο (Σύλλ. 40). Οὕτω καὶ ἐνταῦθα τὸ παρὰ Διοσκορίδῃ ὀξύγγιον ἔκαμαν ’ξύγγι(ον), ἐξ οὗ τὸ ’ξυγγιά.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.