Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξοδιάζω

διαπανώ, ξοδεύω: “20 γεναρίου 1749, σε κολόνες και ματέρια και μαστόρους, οπού έβαλα και εδυνάμωσα το πάτομα, εξόδιασα λ. 43 – δια τον μπότζο ης την πιάτζαν σε τάβλες, καρφιά και μαστορικά και μετέρια (εξόδιασα) λ. 450″ (από  λογαριασμό εσόδων – εξόδων – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξοδιάζω (ἔξοδον) = ἐξοδεύω, δαπανῶ, (ἐξόδιον) = μοιρολογῶ νεκρόν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.