ξωμπλιάζω 19 Νοέ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξωμπλιάζω: (εκ + πίμπλημι = είμαι πλήρης) = αδειάζω, συνεκδοχικά κατηγορώ, κουτσομπολεύω.